Παίρνω είδηση
Όταν αντιλαμβάνομαι/ καταλαβαίνω ότι κάποιος κάνει κάτι ή ότι γενικά κάτι συμβαίνει, λέμε ότι τον/ το παίρνω είδηση.
Δεν είχαμε πάρει είδηση ότι κάθε μέρα έπαιρνε χρήματα από το ταμείο.
Ο καθηγητής τον πήρε είδηση να αντιγράφει/ που αντέγραφε και του πήρε το γραπτό.
Α! Γύρισες; Κοιμόμουν και δεν σε πήρα είδηση.
Δεν πήρες είδηση το σεισμό σήμερα το πρωί; Ήταν αρκετά δυνατός!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω είδηση κάποιον/ κάτι (αιτιατική)
παίρνω είδηση ότι …/ να …/ που…