Παίρνω [ κάτι ] ζεστά
Όταν κάτι με ενδιαφέρει πολύ και μου αρέσει να ασχολούμαι με αυτό ή όταν προσπαθώ πάρα πολύ για να γίνει κάτι, λέμε ότι το παίρνω ζεστά.
Η Μαρία έχει πάρει πολύ ζεστά αυτές τις εξετάσεις. Θέλει να αριστεύσει και διαβάζει πάρα πολύ.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω τον ρόλο μου (αιτιατική) ζεστά
Άλλες περιφράσεις:
1. Παίρνω [ κάτι ] στραβά
1Όταν κάτι δεν με ενδιαφέρει και δεν μου αρέσει καθόλου να ασχολούμαι με αυτό, λέμε ότι το παίρνω στραβά.
Ο Γιάννης θέλει να σταματήσει τα Γαλλικά. Τα είχε πάρει στραβά απ’ την αρχή.
2Όταν καταλαβαίνω κάτι με άσχημο τρόπο, λέμε ότι το παίρνω στραβά.
Μα γιατί έχεις θυμώσει μαζί μου; Πήρες στραβά αυτό που σου είπα, ενώ δεν το εννοούσα έτσι