Παίρνω θέση

 

1Όταν λίγο πριν ξεκινήσω να κάνω κάτι πάω να σταθώ ή να κάτσω σε μια θέση για να είμαι έτοιμος, λέμε ότι παίρνω θέση.

Οι αθλητές πήραν (τη) θέση (τους) στο διάδρομο και είναι έτοιμοι να τρέξουν.

 

2Όταν λέω τη γνώμη μου για ένα θέμα, λέμε ότι παίρνω θέση.

Μη με ρωτάτε τι πιστεύω. Δεν θα πάρω θέση στο ζήτημα.

Τι θέση πήρες στην ψηφοφορία; Υπέρ ή κατά;

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω θέση

                                               παίρνω θέση σε κάτι