Παίρνω / λαμβάνω μέρος

 

Όταν ασχολούμαι με κάτι μαζί με κάποιους άλλους, λέμε ότι παίρνω/ λαμβάνω μέρος σε αυτό.

Στο παιχνίδι μπορούν να πάρουν/ λάβουν μέρος μέχρι έξι παίκτες.

     Πήρε/ έλαβε μέρος στο διαγωνισμό τραγουδιού και κέρδισε το βραβείο.

     Γιατί μιλάτε σιγά; Δεν θέλετε να πάρω/ λάβω κι εγώ μέρος στη συζήτηση;

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω/ λαμβάνω μέρος σε κάτι

 

Άλλες περιφράσεις:

1.  Είμαι με το μέρος/ παίρνω το μέρος (κάποιου)

Όταν πιστεύω ότι κάποιος ή κάποιοι (μεταξύ δύο ή πολλών που τσακώνονται/διαφωνούν/είναι αντίπαλοι) είναι ο σωστός ή ο καλύτερος κι όχι οι άλλοι ή όταν γενικά συμφωνώ με κάποιον, λέμε ότι είμαι με το μέρος του/ παίρνω το μέρος του.

      Όταν τσακώνομαι με τον αδερφό μου η μαμά παίρνει πάντα το μέρος του! Είναι αδικία!