Παίρνω μέτρα
1Όταν μετράω το μέγεθος κάποιου αντικειμένου ή χώρου (μήκος, πλάτος, εμβαδόν) ή μετράω το ύψος και τις διαστάσεις γενικά ενός ανθρώπου, λέμε ότι (του) παίρνω μέτρα.
Πάω να μου πάρει μέτρα η μοδίστρα, για να μου ράψει ένα φόρεμα.
Πρέπει να πάρουμε μέτρα στο δωμάτιο/ τα μέτρα του δωματίου για να δούμε πού θα βάλουμε τα έπιπλα.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω μέτρα σε κάποιον/ κάτι
2Όταν κάποιος/ κάποιοι που είναι υπεύθυνοι για κάτι φροντίζουν ώστε να γίνει ή να μη γίνει κάτι, λέμε ότι παίρνουν μέτρα.
Το κράτος πρέπει να πάρει μέτρα για την προστασία των δασών απ’ τις φωτιές.
Η αστυνομία πρέπει να πάρει μέτρα για να μειώσει τις κλοπές.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω μέτρα για να …
παίρνω μέτρα για κάτι
Άλλες περιφράσεις:
1. Παίρνω τα μέτρα μου
Όταν κάποια στιγμή γίνομαι πάρα πολύ προσεκτικός και κάνω κάποια πράγματα, ώστε να μη συμβεί σ’ εμένα ή σε κάποιον άλλον κάτι άσχημο, λέμε ότι παίρνω τα μέτρα μου.
Χτες λήστεψαν τους γείτονες! Πρέπει να πάρω τα μέτρα μου και να αγοράσω μια καλή κλειδαριά.