Παίρνω (ένα) πριμ / μπόνους

 

Όταν βραβεύομαι ή παίρνω χρήματα για κάτι ώστε το αποτέλεσμα να είναι καλύτερο, λέμε ότι παίρνω πριμ/ μπόνους.

Ο πρόεδρος της ομάδας υποσχέθηκε στους ποδοσφαιριστές να πάρουν ένα μεγάλο πριμ, εάν κερδίσουν τον αντίπαλό τους για τα ημιτελικά του Κυπέλου.

Η Μαρία πήρε μπόνους στη δουλειά της, γιατί κατάφερε να αυξήσει τις πωλήσεις της εταιρείας τον τελευταίο μήνα.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω πριμ/μπόνους (από κάποιον) (για κάτι)