Παίρνω σύνταξη
Όταν είμαι μεγάλος σε ηλικία και το κράτος μου δίνει κάποια χρήματα κάθε μήνα, επειδή έχω σταματήσει πια να εργάζομαι, λέμε ότι παίρνω σύνταξη.
Η δασκάλα μας σε λίγο καιρό θα φύγει απ’ το σχολείο. Παίρνει σύνταξη.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω __ σύνταξη (χωρίς άρθρο)
Άλλες περιφράσεις:
1. Δίνω σύνταξη
Όταν το κράτος δίνει κάποια χρήματα κάθε μήνα στους μεγάλους σε ηλικία ανθρώπους, επειδή έχουν σταματήσει πια να εργάζονται, λέμε ότι τους δίνει σύνταξη.
Το κράτος δίνει μικρές συντάξεις στους περισσότερους ηλικιωμένους.