Πέφτω ξερός (ανεπίσημο)

 

 

1Όταν αισθάνομαι ότι θα λιποθυμήσω επειδή δεν αντέχω άλλο (π.χ. από κούραση, από νύστα, από πεινά, από δίψα κτλ.), λέμε ότι θα πέσω ξερός.

     Δεν αντέχω άλλο τόσες ώρες όρθια! Σε λίγο θα πέσω κάτω ξερή!

     Πάμε να φάμε; Θα πέσω ξερή απ’ την πείνα! Δεν αντέχω άλλο!

 

2Όταν ξαφνιάζομαι (ευχάριστα ή όχι) τόσο πολύ που δεν μπορώ να κουνηθώ (να αντιδράσω), από κάτι που βλέπω, ακούω ή μαθαίνω, λέμε ότι πέφτω ξερός.

     Αν σου πω τι έμαθα χτες για τη Γιάννα, θα πέσεις ξερή!

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: πέφτω ξερός (από κάτι)

 

Όμοιες περιφράσεις:

1.  2Μένω ξερός (ανεπίσημο)