Βάζω τις φωνές

 

1Όταν ξαφνικά αρχίζω να φωνάζω, λέμε ότι βάζω τις φωνές.

Μόλις είδε το σκυλί να την πλησιάζει, έβαλε τις φωνές!

 

2Όταν αρχίζω να φωνάζω σε κάποιον για να τον μαλώσω, λέμε ότι του βάζω τις φωνές.

Δεν έπρεπε να του βάλεις τις φωνές! Δεν έφταιγε εκείνος για αυτό που συνέβη.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: βάζω τις φωνές

                                               βάζω τις φωνές σε κάποιον/ του βάζω τις φωνές