Πιάνω [ κάποιον / κάτι ] (ανεπίσημο)

 

Όταν καταλαβαίνω τι μου λέει κάποιος ή γενικά καταλαβαίνω κάτι, λέμε ότι τον/ το πιάνω.

     Μιλάει πάντα πολύ γρήγορα και δεν μπορώ να τον πιάσω.

     Τι μου είπες; Δεν το ΄πιασα…

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: πιάνω κάποιον/ κάτι (αιτιατική)