Προκαλώ τρόμο

 

Όταν κάτι με τρομάζει, μου προκαλεί τρόμο.

Ένας άντρας οπλισμένος με μαχαίρι προκάλεσε μεγάλο τρόμοπροχθές στην αγορά.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: προκαλώ τρόμο σε κάποιον/ του προκαλώ τρόμο