Ρίχνω γέλιο
Όταν γελάω πάρα πολύ, λέμε ότι ρίχνω γέλιο.
Όταν είδαμε το Γιάννη να γλιστράει και να πέφτει στη λίμνη, ρίξαμε πολύ γέλιο!
Πάντα ρίχνω πολύ γέλιο με αυτόν τον ηθοποιό !Είναι φοβερά αστείος!
Ρίξαμε γέλιο χτες βράδυ με την ταινία! Απίστευτη κωμωδία!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: ρίχνω __ γέλιο (με κάποιον/ κάτι)