Ρίχνω ένα βλέμμα / μια ματιά
Όταν κοιτάζω γρήγορα και για λίγο (σχεδόν στιγμιαία) κάποιον, λέμε ότι του ρίχνω ένα βλέμμα/ μια ματιά. Όταν κοιτάζω κάτι για λίγη ώρα και όχι πολύ προσεκτικά, λέμε ότι του ρίχνω μια ματιά.
Της έριξε ένα αυστηρό βλέμμα/ μια αυστηρή ματιά σα να τη μάλωνε!
Ρίξε μια ματιά στο βιβλίο που σου έδωσα...Πιστεύω θα σου αρέσει.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: ρίχνω ένα βλέμμα σε κάποιον/ του ρίχνω ένα βλέμμα
ρίχνω μια ματιά σε κάποιον/ κάτι