Σκίζω [ κάποιον ] (ανεπίσημο)
1Όταν νικάω κάποιον με μεγάλη διαφορά ή γενικά είμαι πολύ καλύτερος σε κάτι από αυτόν, λέμε ότι τον σκίζω.
Ο Παναθηναϊκός έσκισε χτες τον Ολυμπιακό! Τον νίκησε 3-0!
2Όταν μαλώνω ή τιμωρώ κάποιον, λέμε ότι τον σκίζω.
Τι έκανες εκεί; Έσπασες το μίξερ; Θα σε σκίσει η μαμά!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: σκίζω κάποιον (αιτιατική)
Όμοιες περιφράσεις:
1. 1Κάνω (κάποιον) σκόνη (ανεπίσημο)