Στα πεταχτά (ανεπίσημο)
Όταν κάτι γίνεται πάρα πολύ γρήγορα και διαρκεί πολύ λίγο, λέμε ότι γίνεται στα πεταχτά.
Ξύπνησα το πρωί, έφαγα κάτι στα πεταχτά κι αμέσως έφυγα για τη δουλειά.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω κάτι στα πεταχτά
Όμοιες περιφράσεις:
1. Στα γρήγορα
2. Στο άψε-σβήσε (ανεπίσημο, λαϊκό)
3. Στο πόδι (ανεπίσημο)
4. (Στο) τάκα-τάκα (προφορικό-αργκό)
5. (Στο) τσακ-μπαμ (προφορικό-αργκό)
6. Μάνι μάνι (λαϊκό)