Στήνω [ κάποιον ] (ανεπίσημο)

 

Όταν αργώ να πάω να συναντήσω κάποιον στην ώρα που το είχαμε κανονίσει (ή δεν πάω καθόλου) κι εκείνος με περιμένει, λέμε ότι τον στήνω.

Μα που ήσουν; Είχαμε πει να συναντηθούμε στις έξι και ήρθες στις εφτά! Με έστησες μια ολόκληρη ώρα στο δρόμο!

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: στήνω κάποιον (αιτιατική)