Τα βάζω με [ κάποιον ]
Όταν τσακώνομαι με κάποιον, πολεμώ/ είμαι ενάντιος σε κάποιον ή κάτι, λέμε ότι τα βάζω με αυτόν ή αυτό.
Ο υπουργός τα έβαλε με τους βενζινοπώλες. Αν δεν συμφωνήσουν σε λίγες μέρες, θα γίνουν ξανά νέες απεργίες.
Είναι πολύ απογοητευμένος από τη ζωή του και τα έχει βάλει με την τύχη του.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: τα βάζω με κάποιον/ κάτι