Τα πάω καλά ≠ άσχημα

 

Όταν μου αρέσει κάτι και είμαι ικανός σε αυτό ή συμπαθώ κάποιον και η σχέση μου μαζί του είναι καλή (ταιριάζω μαζί του), τότε τα πάω καλά με ή σε αυτό το πράγμα ή με αυτό το πρόσωπο.

       Ο Κώστας τα πάει καλά με το διάβασμα. Ήταν πάντα άριστος μαθητής! 

 Η Ελένη τα πάει πολύ καλά με την Ηρώ. Όλη τη μέρα παίζουν μαζί.

      Η Μαρία δεν τα πάει καλά με τον άντρα της. Τσακώνονται συνέχεια.

      Ο Λουκάς τα πάει καλά στο ποδόσφαιρο. Του αρέσει ο αθλητισμός.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: τα πάω καλά με κάτι /με κάποιον

                                               τα πάω καλά σε κάτι

 

Όμοιες περιφράσεις:

1.  Τα έχω καλά με κάποιον (ανεπίσημο)

2.  (Τα) περνάω καλά (≠ άσχημα) με κάποιον