Τά ΄φτυσα / τα έχω φτύσει (ανεπίσημο)

 

Όταν κάποια στιγμή κουράζομαι πάρα πολύ από κάτι και δεν αντέχω να συνεχίσω άλλο, λέμε ότι τά ΄φτυσα.

     Σταματάμε λιγάκι να τρέχουμε; Τά ΄φτυσα!

Τα ‘χω φτύσει να δουλεύω/ με τη δουλειά/ απ’ τη δουλειά όλη μέρα! Χρειάζομαι λίγη ξεκούραση.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: τά ΄φτυσα/ τα έχω φτύσει (να …/ με κάτι/ από κάτι)

 

Άλλες περιφράσεις:

1.  Τά ΄παιξα (ανεπίσημο)

Όταν έχω τρελαθεί ή γενικά σκέφτομαι/ συμπεριφέρομαι παράλογα, λέμε ότι τά ΄παιξα.

      Τά ‘ παιξες τελείως; Αυτό που μου λες δεν είναι καθόλου λογικό!