Τα χαλάω (ανεπίσημο)

 

1Όταν σταματάω/ τελειώνω την ερωτική σχέση μου με κάποιον, λέμε ότι τα χαλάω με αυτόν/ μαζί του ή ότι εγώ κι αυτός τα χαλάμε.

Η Μαρία είναι πολύ στεναχωρημένη, γιατί τα χάλασε με το Γιάννη.

Πάλι τα χαλάσανε η Σοφία με το Γιώργο;

 

2Όταν τσακώνομαι ή διαφωνώ με κάποιον πάρα πολύ, λέμε ότι τα χαλάω με αυτόν/ μαζί του ή ότι εγώ κι αυτός τα χαλάμε.

     Πρόσεχε, γιατί θα τα χαλάσω άσχημα μαζί σου!

     Mη μου μιλάς έτσι! Θα τα χαλάσουμε άσχημα!

     Γιατί τα χάλασες με το Νίκο/ τα χαλάσατε με το Νίκο; Ήσασταν τόσο καλοί φίλοι!

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: τα χαλάω με κάποιον

                                               τα χαλάμε

(βλ. λήμμα: Τα φτιάχνω)