Τα χάνω
Όταν κάποια στιγμή είμαι πολύ μπερδεμένος και δεν ξέρω τι να κάνω ή ξαφνιάζομαι και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω, λέμε ότι τα χάνω/ τα έχω χάσει.
Με κοίταζε και δεν ήξερε τι να μου απαντήσει… Τα είχε χάσει τελείως!
Είμαι σίγουρη ότι, μόλις του δείξω τη φωτογραφία, θα τα χάσει! Περιμένω να δω τι δικαιολογία θα μου πει!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: τα χάνω (με κάποιον/ κάτι)