Τη βγάζω (ανεπίσημο)
Όταν για κάποια ώρα ή για κάποιο καιρό βρίσκομαι συνέχεια σε ένα μέρος χωρίς να φύγω καθόλου (ή σχεδόν καθόλου) από εκεί ή όταν γενικά συνέχεια ασχολούμαι με κάτι/ ζω με έναν τρόπο, λέμε ότι τη βγάζω εκεί με αυτόν τον τρόπο.
Ο Γιώργος είναι πολύ τεμπέλης. Κάθε μέρα τη βγάζει στην καφετέρια με τους φίλους του παίζοντας τάβλι.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: τη βγάζω κάπου κάπως
τη βγάζω με κάποιον/ κάτι
τη βγάζω κάνοντας κάτι