Την έβαψα (ανεπίσημο)

 

Όταν κάποιος επειδή δεν πρόσεξε κάτι σημαντικό ή επειδή ήταν άτυχος βρίσκεται μετά σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, λέμε ότι την έβαψε.

Αν δεν βρω δουλειά γρήγορα, την έβαψα! Πώς θα πληρώσω τους λογαριασμούς τον άλλο μήνα;

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: Στερεότυπη έκφραση

 

Όμοιες περιφράσεις:

1.  Την πάτησα (ανεπίσημο)

2. Την έκατσα (ανεπίσημο)