Βγάζω άκρη (ανεπίσημο)
Όταν επιτέλους κάποια στιγμή καταφέρνω να καταλάβω, να απαντήσω ή γενικά να κάνω κάτι δύσκολο ή μπερδεμένο, λέμε ότι βγάζω άκρη.
Ειλικρινά δεν βγάζω άκρη με αυτόν/ μαζί του! Κάθε μέρα μου λέει και κάτι διαφορετικό!
Δεν μπορώ να βγάλω άκρη με αυτό το πρόβλημα! Είναι πολύ δύσκολο!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: βγάζω άκρη με κάποιον/ κάτι
Όμοιες περιφράσεις:
1. Βρίσκω άκρη (με κάποιον/ με κάτι/ σε κάτι)