Το βάζω στα πόδια (ανεπίσημο)
Όταν τρέχω πολύ γρήγορα να φύγω από κάπου, λέμε ότι το βάζω στα πόδια.
Μόλις ο κλέφτης είδε την αστυνομία να έρχεται, το έβαλε στα πόδια.
Ο Μάνος συνηθίζει να το βάζει στα πόδια, κάθε φορά που του παρουσιάζεται μια δυσκολία στη ζωή του.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: Στερεότυπη έκφραση
Άλλες περιφράσεις:
1. Το σκάω (ανεπίσημο)
Όταν φεύγω γρήγορα και κρυφά από κάπου για να μη με δει κανείς, λέμε ότι το σκάω.
-Μα που είναι ο Γιάννης;
-Το ‘σκασε! Τον είδα να φεύγει απ’ την πίσω πόρτα.