(Το) πληρώνω (ακριβά) (ανεπίσημο)
Όταν παθαίνω κάτι άσχημο επειδή έκανα κάτι κακό σε κάποιον ή επειδή έκανα κάτι κακό γενικά ή ένα λάθος, λέμε ότι (το) πληρώνω (ακριβά) ή πληρώνω (ακριβά) για αυτό που έκανα.
Με κορόιδεψες και θα (μου) (το) πληρώσεις (ακριβά)!
Θα τους στείλω φυλακή, θα πληρώσουν (ακριβά) γι αυτό που έκαναν!
Πλήρωσε πολύ ακριβά για τα λάθη που έκανε στη ζωή του.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: το πληρώνω ακριβά (σε κάποιον)
το πληρώνω (ακριβά) σε κάποιον
πληρώνω (ακριβά) για κάτι