Τραβάω ζόρι / ζόρια (ανεπίσημο)
Όταν μου συμβαίνει κάτι άσχημο, υπάρχει μια δυσκολία με κάποιον/ κάτι και είμαι πολύ αγχωμένος και ανήσυχος γι’ αυτό, λέμε ότι τραβάω ζόρι.
Τράβηξα ζόρι για να τελειώσω τις σπουδές μου. Βλέπεις, δούλευα παράλληλα.
Τράβηξε πολλά ζόρια με τα παιδιά της. Ήταν πολύ άτακτα, συνέχεια την έβαζαν σε μπελάδες.
Τράβηξε μεγάλο ζόρι με την αρρώστια της. Έμεινε στο νοσοκομείο δύο μήνες.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: τραβάω ζόρι (για να ...)
τραβάω ζόρι (με κάποιον/ κάτι)
Όμοιες περιφράσεις:
1. Περνάω ζόρι/ ζόρια (ανεπίσημο)
2. Έχω ζόρι/ ζόρια (ανεπίσημο)
3. Περνάω/ τραβάω λούκι (ανεπίσημο)