Τρώω τη δουλειά / τη θέση (ανεπίσημο)

 

Όταν πηγαίνω να δουλέψω κάπου (σε μια συγκεκριμένη δουλειά/ θέση), ενώ θα μπορούσε να δουλέψει εκεί κάποιος άλλος ή ήδη δουλεύει εκεί κάποιος άλλος, κι έτσι εκείνος φεύγει οριστικά, λέμε ότι του τρώω τη δουλειά/ τη θέση.

 

Είδα στις αγγελίες μια καλή ευκαιρία για δουλειά! Θα πάω γρήγορα, γιατί μπορεί κάποιος να μου φάει τη θέση.

Ανησυχώ μήπως αυτός ο νέος υπάλληλος μου φάει τη δουλειά. Φαίνεται να έχει πολλά προσόντα.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: τρώω τη δουλειά/ τη θέση σε κάποιον/ του τρώω τη δουλειά/ τη θέση

Όμοιες περιφράσεις:

1.  Παίρνω τη δουλειά (κάποιου/ από κάποιον)