Τσιμπάω [ φαγητό ] (ανεπίσημο)
Όταν τρώω πολύ λίγο φαγητό, λέμε ότι τσιμπάω κάτι.
Δεν έχω φάει τίποτα σήμερα. Τσίμπησα μόνο δυο τρεις πατάτες το μεσημέρι.
Το μεσημέρι δε θα έρθω σπίτι. Θα τσιμπήσω κάτι στη δουλειά.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: τσιμπάω (λίγο) κοτόπουλο, ομελέτα, … (φαγητό)