Χαλάω την έκπληξη

 

Όταν κάνω κάτι/ γίνεται κάτι και μετά δεν μπορεί πια να γίνει μια έκπληξη που κάποιοι είχαν ετοιμάσει, λέμε ότι χαλάω την έκπληξη ή ότι χαλάει η έκπληξη. Επίσης, το λέμε όταν κάνω κάτι/ γίνεται κάτι και το αποτέλεσμα είναι να μην γίνει η έκπληξη με τόσο ωραίο τρόπο όπως θα έπρεπε.

Μαμά, μην πεις στο μπαμπά τι δώρο του έχουμε αγοράσει! Θα μας/ του χαλάσεις την έκπληξη!

-Παιδιά, ο Ηλίας δεν ξέρει ότι αύριο στα γενέθλιά του θα έρθει και η Ελένη! Θα χαρεί πολύ!     -Προσέξτε όμως να μην το μάθει, γιατί θα χαλάσει η έκπληξη.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: χαλάω την έκπληξη σε κάποιον/ του χαλάω την έκπληξη

                                               χαλάει η έκπληξη

 

Άλλες περιφράσεις:

1.  Κάνω έκπληξη (σε κάποιον)

Όταν θέλω να πω, να δείξω, να δώσω ή γενικά να κάνω κάτι σε κάποιον, το οποίο θα είναι ξαφνικό και συνήθως ευχάριστο (αλλά ίσως και δυσάρεστο) για εκείνον, λέμε ότι θέλω να του κάνω έκπληξη.

      Στην επέτειό τους ο Κώστας της έκανε έκπληξη ένα ταξίδι στη Ρώμη!