Χάνω βάρος / κιλά

 

Όταν αδυνατίζω, λέμε ότι χάνω βάρος/ κιλά.

Το καλοκαίρι έτρωγα υγιεινά κι έχασα βάρος/ κιλά.

Η Πόπη έχει γίνει αγνώριστη. Έχει χάσει πολλά κιλά από το καλοκαίρι.

Δεν νομίζω ότι πρέπει να χάσεις κιλά, είσαι ήδη αδύνατη.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: χάνω (τόσα) κιλά

(βλ. λήμμα: Παίρνω κιλά)

 

Όμοιες περιφράσεις:

1.  Ρίχνω κιλά (ανεπίσημο)