Χάνω [ γεγονός ]

 

Όταν συμβαίνει κάτι και εμείς δεν είμαστε εκεί την ώρα που συμβαίνει για να το παρακολουθήσουμε, λέμε ότι το χάνουμε.

     Δεν ξύπνησα το πρωί και έχασα το μάθημα.

Η Γιώτα στενοχωρήθηκε πολύ που έχασε τη συναυλία του Χατζηγιάννη! Είναι φανατική θαυμάστριά του.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: χάνω τη συναυλία (αιτιατική)