Χάνω χρόνο

 

Όταν κάποια στιγμή δεν κάνω αυτό που πρέπει να κάνω, αλλά κάνω κάτι άλλο λιγότερο σημαντικό, τότε χάνω χρόνο (με αυτό το λιγότερο σημαντικό).

Ξεκινάμε αμέσως, δεν πρέπει να χάσουμε χρόνοαν είναι να τους προλάβουμε!

Έχασα χρόνο με το να σταματήσω έναν καφέ και μετά δεν κατόρθωσα να φτάσω στην ώρα μου.

Μη χάνεις χρόνο στην τηλεόραση/ με την τηλεόραση/ βλέποντας τηλεόραση! Δεν θα προλάβεις να διαβάσεις.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: χάνω χρόνο σε κάτι/ με κάτι ή κάποιον/ κάνοντας κάτι