Βγάζω / κερδίζω λεφτά / χρήματα

 

Όταν παίρνω λεφτά είτε από τη δουλειά μου είτε από κάπου αλλού, επειδή σκέφτηκα κάτι έξυπνο ή ήμουν πολύ τυχερός, λέμε ότι βγάζω/ κερδίζω λεφτά.

     Τα λεφτά που βγάζω/ κερδίζω απ’ τη δουλειά μου είναι περίπου 1000€ κάθε μήνα.

Ο Γιώργος νοικιάζει σε κάποιους δύο σπίτια και βγάζει/ κερδίζει λεφτά από τα ενοίκια.

Ο Θανάσης έχει βγάλει/ κερδίσει πολλά λεφτά από εμένα. Αγοράζω συνέχεια πράγματα από το μαγαζί του.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: βγάζω/ κερδίζω λεφτά/ χρήματα (από κάποιον/ κάτι)