Βγαίνω με [ κάποιον ]

 

1Όταν συναντιέμαι με κάποιον και πηγαίνω σε κάποιο μέρος μαζί του για να διασκεδάσουμε ή να κάνουμε κάτι ευχάριστο, λέμε ότι βγαίνω με αυτόν ή ότι βγαίνουμε.

Κάθε βράδυ βγαίνει με φίλους στα μπαρ./ Κάθε βράδυ βγαίνουνε στα μπαρ.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: βγαίνω με κάποιον

 

2Όταν υπάρχει ερωτική σχέση ανάμεσα σ’ εμένα και σε κάποιο άλλο πρόσωπο, λέμε ότι βγαίνω με αυτόν ή ότι βγαίνουμε.

Ο Κώστας βγαίνει με την Ελένη περίπου δύο μήνες./ Ο Κώστας και η Ελένη βγαίνουνε περίπου δύο μήνες.

    Έβγαινα μαζί του, αλλά χωρίσαμε πριν λίγο καιρό.

 

 ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: βγαίνω με κάποιον/ βγαίνουμε