Γίνομαι κόκαλο (ανεπίσημο)
1Όταν μεθάω πάρα πολύ και νιώθω πολύ άσχημα από το ποτό, λέμε ότι γίνομαι κόκαλο.
Δεν μπορεί να περπατήσει απ’ το πολύ κρασί! Έγινε κόκαλο!
2Όταν αδυνατίζω πάρα πολύ και σχεδόν φαίνονται τα κόκαλα στο σώμα μου, λέμε ότι γίνομαι κόκαλο.
Φάε λιγάκι να παχύνεις! Έχεις γίνει κόκαλο!