Δε βγάζω μιλιά (ανεπίσημο)
Όταν δεν μιλάω ή γενικά δεν ακούγομαι καθόλου, λέμε ότι δε βγάζω μιλιά.
Ήταν πολύ στενοχωρημένη. Όλη τη μέρα καθόταν σε μια γωνιά και δεν έβγαζε μιλιά.
Όμοιες περιφράσεις:
1. Δε βγάζω άχνα (ανεπίσημο)/ κιχ (ανεπίσημο)/ τσιμουδιά (λαϊκό)