Έχω άδεια

 

1Όταν δεν δουλεύω και ξεκουράζομαι για κάμποσο καιρό, επειδή μου το επέτρεψαν στη δουλειά μου, λέμε ότι έχω άδεια.

     Αυτές τις μέρες έχω άδεια απ’ τη δουλειά μου για να ξεκουραστώ.

 

2 Όταν κάποιος μου έχει επιτρέψει να κάνω κάτι, έχω άδεια να το κάνω.

     -Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό.     -Μπορώ. Έχω άδεια (από τον υπεύθυνο)/ Έχω την άδεια του υπευθύνου.

     Η αστυνομία είχε άδεια για έλεγχο και μπήκε στο σπίτι τους.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: έχω την άδεια κάποιου

                                               έχω άδεια από κάποιον για να …

                                               έχω άδεια για κάτι

(βλ. λήμμα:   Παίρνω άδεια)