Παίρνω (την) άδεια
Όταν μπορώ να σταματήσω να δουλεύω και να ξεκουραστώ για κάμποσο καιρό επειδή μου το επέτρεψαν στη δουλειά μου, λέμε ότι παίρνω άδεια. Επίσης όταν μπορώ να κάνω κάτι, επειδή μου το έχει επιτρέψει κάποιος (οποιοσδήποτε), λέμε ότι παίρνω την άδεια.
Έχω πάρει δέκα μέρες άδεια και φεύγω για Πάρο αύριο.
Δεν μπορείς να μπεις μέσα αν δεν πάρεις (την) άδεια απ’ τον φύλακα.
Πήραμε άδεια από το δήμο για να χτίσουμε σπίτι εδώ.
Όλοι οι μαθητές θα πρέπει να πάρουν άδεια απ’ τους γονείς τους για να έρθουν στο ταξίδι.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω (την) άδεια (από κάποιον) (για να …)
(βλ. λήμμα: Έχω άδεια)
Άλλες περιφράσεις:
1. Δίνω άδεια (σε κάποιον)
Όταν είμαι το αφεντικό σε μια δουλειά και επιτρέπω σε κάποιον εργαζόμενο να σταματήσει να δουλεύει για κάμποσο καιρό για να ξεκουραστεί, λέμε ότι του δίνω άδεια. Επίσης, το λέμε, όταν γενικά επιτρέπουμε σε κάποιον να κάνει ο,τιδήποτε.
Αυτός ο καθηγητής είναι πολύ αυστηρός. Δεν δίνει σε κανέναν την άδεια να μιλήσει