Έχω το μυαλό μου [ κάπου] / αλλού
Όταν σκέφτομαι κάτι πολύ, λέμε ότι έχω το μυαλό μου σε αυτό. Επίσης, όταν γενικά στη ζωή μου με απασχολεί πολύ κάτι ή προσπαθώ πολύ για κάτι, λέμε ότι έχω το μυαλό μου σε αυτό ή έχω το μυαλό μου αλλού.
Δεν κατάλαβα τίποτα, γιατί την ώρα του μαθήματος είχα το μυαλό μου στο πάρτι.
Η Μαρία ούτε βγαίνει έξω, ούτε διασκεδάζει ποτέ. Έχει το μυαλό της μόνο στις σπουδές της.
Ξαναπές το μου σε παρακαλώ. Δεν σε άκουσα, είχα το μυαλό μου αλλού.
Δεν είναι καλός στη δουλειά του γιατί δεν τον νοιάζει η καριέρα του. Έχει το μυαλό του αλλού…
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: έχω το μυαλό μου σε κάτι
(βλ. λήμμα: Έχω στο μυαλό μου)