Κάνω Αγγλικά
1.Όταν ο δάσκαλος/ καθηγητής διδάσκει αγγλικά στους μαθητές του, λέμε ότι (τους) κάνει αγγλικά.
Σπούδασε αγγλική φιλολογία και τώρα κάνει Αγγλικά σε ένα φροντιστήριο.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω Αγγλικά σε κάποιον
2.Όταν ένας μαθητής μαθαίνει αγγλικά από έναν δάσκαλο/ καθηγητή, λέμε ότι κάνει αγγλικά.
Στο σχολείο κάνουμε Αγγλικάτέσσερις φορές τη βδομάδα.
Κάθε Τρίτη και Πέμπτη κάνω Αγγλικά με την κυρία Μαίρη στο σπίτι.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω Αγγλικά (με κάποιον)
(βλ. λήμμα: Κάνω μάθημα)