Κάνω μάθημα
1Όταν ο δάσκαλος/καθηγητής διδάσκει στους μαθητές του, λέμε ότι κάνει μάθημα.
Η κυρία Μαράκη κάνει μαθήματα Ιστορίας στους φοιτητές του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Ποιος κάνει το μάθημα της Mουσικής στην τάξη σας;
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω μάθημα σε κάποιον
κάνω μάθημα Μουσικής (γενική)
2Όταν ένας μαθητής μαθαίνει πράγματα/ διδάσκεται από το δάσκαλο ή τον καθηγητή, λέμε ότι κάνει μάθημα.
Κάνω μαθήματα οδήγησης με τον κύριο Νίκο, γιατί θέλω να αγοράσω αμάξι.
Κάνω μαθήματα Ισπανικών κάθε Τρίτη και Πέμπτη.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω μάθημα με κάποιον
κάνω μάθημα Ισπανικών (γενική)
3Όταν πληροφορώ κάποιον για κάτι/του μαθαίνω/του δείχνω τον τρόπο με τον οποίον γίνεται κάτι, λέμε ότι του κάνω (ένα) μάθημα.
Κάνε μου ένα μάθημαγια το πώς δουλεύει το φωτοτυπικό!
Είσαι αγενής! Πρέπει να σου κάνει κάποιος ένα μάθημα καλής συμπεριφοράς!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω (ένα) μάθημα σε κάποιον για κάτι
κάνω σε κάποιον (ένα) μάθημα συμπεριφοράς (γενική)
(βλ. λήμμα: Κάνω Αγγλικά)
Όμοιες περιφράσεις:
1. Παραδίδω μάθημα (ο καθηγητής) (επίσημο)
2. Παρακολουθώ μάθημα (ο μαθητής) (επίσημο)