Κάνω διακοπές

 

Όταν για κάποιο καιρό σταματάω να δουλεύω και ξεκουράζομαι ή διασκεδάζω είτε στο μέρος που μένω είτε σε κάποιο άλλο μέρος, λέμε ότι κάνω διακοπές.

     Τον Μάιο θα πάρω δεκαπέντε μέρες άδεια και θα κάνω διακοπές.

Παλιά, κάθε καλοκαίρι κάναμε διακοπές στη Νάξο.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κάνω __ διακοπές (κάπου)

(βλ. λήμμα: Πάω διακοπές)

 

 

Άλλες περιφράσεις:

1.  Έχω διακοπές

Όταν είναι ο καιρός που έχω σταματήσει να δουλεύω και ξεκουράζομαι ή/ και διασκεδάζω είτε στο μέρος που μένω είτε σε κάποιο άλλο μέρος, λέμε ότι τότε έχω διακοπές.

      Το σχολείο τελείωσε. Έχουμε διακοπές!