Πάω διακοπές

 

Όταν για κάποιο καιρό σταματάω να δουλεύω, φεύγω από το μέρος που μένω και πηγαίνω σε κάποιο άλλο μέρος για να ξεκουραστώ ή/ και να διασκεδάσω, λέμε ότι πάω διακοπές.

     Φέτος θα πάω διακοπές στη Ρόδο για ένα μήνα.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: πάω διακοπές (κάπου)

(βλ. λήμμα: Κάνω διακοπές)