Kλείνω εισιτήριο

 

1Όταν δουλεύω σε κάποιο γραφείο και κανονίζω από το τηλέφωνο στους πελάτες να πάρουν κάποια στιγμή αργότερα το εισιτήριό τους, λέμε ότι τους κλείνω εισιτήριο.

Η δουλειά μου είναι πολύ βαρετή! Όλη μέρα μιλάω στο τηλέφωνο και κλείνω εισιτήρια στους πελάτες.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κλείνω εισιτήριο σε κάποιον

 

2Όταν είμαι πελάτης και τηλεφωνώ σε κάποιο γραφείο (ή το κάνω μέσω ίντερνετ) για να κανονίσω να πάρω κάποια στιγμή αργότερα ένα εισιτήριο, λέμε ότι κλείνω εισιτήριο.

Πρέπει να κλείσω εισιτήριο δέκα μέρες νωρίτερα, γιατί ίσως να μην βρω την τελευταία στιγμή.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: κλείνω εισιτήριο (για κάπου/ για κάτι)

(βλ. λήμμα: Βγάζω εισιτήριο)