Βγάζω εισιτήριο
1Όταν είμαι υπάλληλος σ’ ένα ταμείο και δίνω στον πελάτη ένα εισιτήριο για να μπει με αυτό στο θέατρο/ κινηματογράφο ή να ταξιδέψει με κάποιο μέσο μεταφοράς, λέμε ότι του βγάζω εισιτήριο.
Δουλεύει στο σταθμό των τρένων και βγάζει εισιτήρια στον κόσμο.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: βγάζω εισιτήριο σε κάποιον για κάτι
2Όταν είμαι πελάτης και αγοράζω στο ταμείο ένα εισιτήριο για να δω με αυτό μια παράσταση ή να ταξιδέψω με κάποιο μέσο μεταφοράς, λέμε ότι βγάζω εισιτήριο.
Έβγαλες εισιτήριο; Το πλοίο φεύγει σε μισή ώρα.
-Πότε πρέπει να βγάλουμε εισιτήρια για τη συναυλία; -Μισή ώρα πριν ξεκινήσει πρέπει να είμαστε εκεί.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: βγάζω εισιτήριο (για κάποιον/ για κάτι/ για κάπου)
(βλ. λήμμα: Κλείνω εισιτήριο)
Όμοιες περιφράσεις:
1. 1Εκδίδω εισιτήριο (επίσημο)
2. 1,2Κόβω εισιτήριο