Με κάνει / κάνουν [ επίθετο εμφάνισης ]
Όταν φοράμε κάτι ή κάνουμε κάτι στην εμφάνισή μας και με αυτό φαινόμαστε κάπως διαφορετικοί από πριν (καλύτεροι ή χειρότεροι), λέμε ότι αυτό μας κάνει κάπως (δηλαδή μας κάνει να φαινόμαστε κάπως).
Αυτό το μαύρο φόρεμα με κάνει (πιο) αδύνατη! Θα το πάρω οπωσδήποτε!
Έβαψες τα μαλλιά σου ξανθά! Είναι πολύ ωραία! Σε κάνουν… πιο νέα!
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: η φόρμα (ονομαστική) με κάνει αδύνατο/ νέο/ γέρο/ χοντρό (αιτιατική)
(βλ. λήμμα: Μου κάνει / κάνουν [ ρούχο / παπούτσια ] και Μου πάει / πάνε)