Μου κάνει / κάνουν [ ρούχο / παπούτσια ]
Όταν φοράμε κάτι (ρούχο, παπούτσια) που είναι ακριβώς στο νούμερο/ μέγεθός μας (ούτε μεγαλύτερο ούτε μικρότερο), λέμε ότι μας κάνει.
Δε μου κάνει αυτό το τζιν. Θέλω ένα νούμερο μεγαλύτερο.
Αυτά τα παπούτσια μου κάνουν. Είναι το νούμερο μου.
ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: μου κάνει η ζακέτα (ονομαστική)
(βλ. λήμμα: Μου πάει / πάνε και Με κάνει / κάνουν [ επίθετο εμφάνισης ])