Παίρνω μια / τη δουλειά

 

Όταν με δέχονται να εργαστώ σε μια δουλειά ή όταν τελικά θα είμαι εγώ ο υπεύθυνος για μια δουλειά, λέμε ότι παίρνω μια/τη δουλειά.

Ο διευθυντής με είδε σε συνέντευξη και πήρα τη δουλειά στην εταιρεία! Από αύριο ξεκινάω.

     Ο Γιάννης πήρε τη δουλειά για τις πωλήσεις στο εξωτερικό.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: παίρνω μια/ τη δουλειά (για κάτι)

(βλ. λήμμα: Πιάνω δουλειά)