Πιάνω δουλειά

 

Τη στιγμή που ξεκινάω να εργάζομαι ή όταν πηγαίνω να εργαστώ κάπου για πρώτη φορά, λέμε ότι πιάνω δουλειά. Επίσης, το λέμε γενικά όταν κάποια στιγμή ξεκινάω να ασχολούμαι με μια οποιαδήποτε δουλειά.

     Κάθε πρωί πιάνω δουλειά στις 8:00 και σχολάω στις 16:00.

     Ήταν άνεργος για πολύ καιρό και πριν μια βδομάδα έπιασε δουλειά.

     Ελάτε! Τέρμα το διάλειμμα! Πιάστε δουλειά τώρα, γιατί δεν θα τελειώσουμε ποτέ.

 

ΣΥΝΤΑΞΗ/ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ: πιάνω __ δουλειά (χωρίς άρθρο)

(βλ. λήμμα: Παίρνω (μια / τη) δουλειά)